
Τα ερείπια της αρχαίας Δωδώνης και τα οποία, μετά τις ανασκαφές του Κ. Καραπάνου (1876), ταυτίστηκαν με το αρχαιότατο μαντείο, βρίσκονται σε υψόμετρο 620-650μ, στην καρδιά της ενδοχώρας της Ηπείρου, Νότια – Νοτιοδυτικά των Ιωαννίνων, κοντά στη βόρεια παρυφή γραφικής κοιλάδας, στους πρόποδες των δίδυμων κορυφών του αρχαίου όρους Τόμαρου (σημερ. Ολύτσικας, υψόμετρο 1976 μέτρα).
Σε απόσπασμα από το χαμένο έργο του Ησιόδου «Ηοίαι» αναφέρεται ότι στην Ελλοπία, χώρα πλούσια και εύφορη, ήταν χτισμένη η Δωδώνη, την οποία ο Ζεύς αγάπησε ιδιαίτερα και θέλησε να ιδρύσει εκεί το μαντείο του, κατοικώντας «εν πυθμένι φηγού» (= στη ρίζα δρυός/βελανιδιάς). Το οποίο απόσπασμα χρονολογείται στον 7ο π.Χ. αιώνα, στην ίδια περίπου εποχή της μεγάλης ακμής του μαντείου.
Η Δωδώνη κατοικούνταν από τους Σελλούς ή Ελλούς, πανάρχαιους κατοίκους της Ελλοπίας γης, απόγονους των πρώτων ελληνικών φύλων που έφθασαν στην Ήπειρο (1900/1800 π.Χ.).
Από τον 14ο–13ο π.Χ. αιώνα, επικράτησε στη Δωδώνη η λατρεία της πατριαρχικής θεότητας του Πελασγικού Διός. Τότε η πανάρχαια θεά Γη έγινε η σύζυγος του Δία, παίρνοντας το αντίστοιχο με την ανδρική θεότητα όνομα Διώνη, ενώ η ιερή βαλανιδιά θεωρήθηκε η κατοικία του θείου ζεύγους. Από τότε και μέχρι τον 4ο μ.Χ. αι. περίπου, οπότε επικράτησε ο Χριστιανισμός, κυρίαρχες θεότητες στο ιερό της Δωδώνης ήταν ο Δίας και η Διώνη. Μαζί με αυτούς λατρεύονταν και άλλοι θεοί χαρακτηριζόμενοι ως «σύνναοι» ή ως «Δωδωναίοι», όπως η θεά Θέμις.
Το Κοινό Ηπειρωτών (Κοινὸν Ἀπειρωτᾶν): Ήταν συμμαχία σε επίπεδο ομοσπονδίας των πόλεων-κρατών της Ηπείρου της ελληνιστικής περιόδου.
Πολιτικό, οικονομικό και πολιτιστικό κέντρο του Κοινού ήταν η Δωδώνη, η οποία αρχικώς υπήρξε το θρησκευτικό, πολιτιστικό και πολιτικό κέντρο του Κοινού των Μολοσσών.
Το 297 π.Χ., αρχηγός του Κοινού έγινε ο περίφημος βασιλιάς Πύρρος (γνωστός και με το προσωνύμιο, ο Αετός της Ηπείρου).
Το θέατρο της Δωδώνης είναι από τα μεγαλύτερα και καλύτερα σωζόμενα αρχαία ελληνικά θέατρα, με χωρητικότητα περίπου 18.000 ατόμων. Αποτελούσε αναπόσπαστο τμήμα του ιερού της Δωδώνης και για τον επισκέπτη, που έφθανε από το νότο, ήταν το εμφανέστερο μνημείο, που δέσποζε στο χώρο με τις καμπύλες επιφάνειες και τους επιβλητικούς αναλημματικούς τοίχους του.
Κατασκευάσθηκε τον 3ο π.Χ. αιώνα, στο πλαίσιο του φιλόδοξου οικοδομικού προγράμματος που πραγματοποίησε ο Πύρρος, προκειμένου να αναμορφώσει το πανελλήνιο ιερό και να του δώσει μνημειακό χαρακτήρα.
Το τεράστιο κοίλο του θεάτρου διαμορφώθηκε σε φυσική κοιλότητα στους πρόποδες του όρους Τόμαρος. Επειδή ήταν μεγαλύτερο σε διαστάσεις, δημιουργήθηκε επίχωση, την οποία συγκρατούσαν αναλημματικοί τοίχοι, κτισμένοι κατά το ισοδομικό σύστημα και ενισχυμένοι με έξι πύργους, που προσδίδουν στην πρόσοψη του θεάτρου μνημειακό χαρακτήρα. Οι δύο πλησιέστεροι προς την ορχήστρα πύργοι ήταν μεγαλύτεροι από τους άλλους, καθώς χρησίμευαν και ως κλίμακες για την άνοδο των θεατών στο άνω διάζωμα.
Το κοίλο χωριζόταν με τέσσερις οριζόντιους διαδρόμους σε τρία τμήματα (19 σειρές εδωλίων το κάτω, 15 το μεσαίο και 21 το επάνω) και με δέκα κλίμακες σε εννέα κερκίδες. Στη νότια και βόρεια πλευρά της σκηνής διαμορφώθηκαν δωρικές στοές, οι οποίες περιέβαλλαν το δρόμο που οδηγούσε προς το ιερό, ενώ στο ανατολικό και δυτικό άκρο υπήρχαν οι πάροδοι, από τις οποίες εισέρχονταν οι θεατές και οι ηθοποιοί στην ορχήστρα.
Μετά την καταστροφή του ιερού της Δωδώνης από τους Αιτωλούς, το 219 π.Χ., το θέατρο, όπως και τα άλλα οικοδομήματα του ιερού, επανακατασκευάσθηκαν. Τότε το προσκήνιο έγινε λίθινο και μπροστά από τα παρασκήνια προστέθηκαν δύο μικρότερα δωμάτια, στην εξωτερική πλευρά των οποίων κτίσθηκαν δύο μνημειακά πρόπυλα με ιωνικούς ημικίονες. Με τη μορφή αυτή διατηρήθηκε το θέατρο ως το 167 π.Χ., όταν πλέον η Μακεδονία και η Ήπειρος καταλήφθηκαν από τους Ρωμαίους (Αιμίλιος Παύλος) και το ιερό καταστράφηκε πάλι.
Η σκηνή του θεάτρου πυρπολήθηκε, όπως δείχνουν ίχνη φωτιάς, που διαπιστώθηκαν κατά τις ανασκαφές, και ανοικοδομήθηκε με την ανασύσταση του Κοινού των Ηπειρωτών το 148 π.Χ. Στη θέση των κιόνων, που βρίσκονταν μεταξύ των παρασκηνίων, κτίσθηκαν πλέον τοίχοι με ασβέστη και λιθάρια. Η κανονική μορφή του θεάτρου, όμως, δεν διατηρήθηκε για πολύ, αφού στα χρόνια του Αυγούστου, τον 1ο αι. π.Χ., το μνημείο διαμορφώθηκε σε αρένα. Αφαιρέθηκαν οι πρώτες σειρές εδωλίων και κτίστηκε ένας τοίχος ύψους 2,80 μ. για την προστασία των θεατών από τα άγρια ζώα, ενώ η ορχήστρα και η σκηνή καλύφθηκαν με επιχώσεις ύψους 0,50 μ. Η αρένα έφθανε μέχρι τη σκηνή και είχε ωοειδές σχήμα. Σε δύο τριγωνικά δωμάτια, που σχηματίσθηκαν από τον τοίχο προστασίας και τον τοίχο της σκηνής, φυλάσσονταν τα άγρια ζώα. Το θέατρο διατηρήθηκε με αυτή τη μορφή έως τα τέλη του 4ου αι. μ.Χ., οπότε και σταμάτησε να λειτουργεί.